ζουλίζω

ζουλίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζουλίζω" в других словарях:

  • ζουλίζω — ζουλώ …   Dictionary of Greek

  • ζουλίζω — ισα, ίστηκα, ζουλισμένος, η, ο, ζουλώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζουλώ — άω και ζουλίζω συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουλίζω < μσν. ζουλίζω < διυλίζω (πρβλ. πιθ. ετυμολ. τού σγουρός*/ ζγουρός < δίυγρος). Ο τ. ζουλώ είναι μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουλίζω] …   Dictionary of Greek

  • αζούλιστος — και ιγος, η, ο [ζουλίζω] 1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο») 2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό 3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων,… …   Dictionary of Greek

  • ζουπώ — άω και ζουπίζω ζουλάω, πιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουπίζω < *διοπίζω «βγάζω τον οπό (χυμό)». Ο τ. ζουπώ μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουπίζω (πρβλ. ζουλίζω ζουλώ, σκορπίζω σκορπώ κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • ζούλισμα — το [ζουλίζω] ζούληγμα, συμπίεση, σύνθλιψη …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • καταζουλίζω — και καταζουλώ (Μ καταζουλίζω) συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζουλίζω «συνθλίβω»] …   Dictionary of Greek

  • ζουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούληξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζουπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούπηξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»